μαμμάκυθος

μαμμάκυθος
Μαμμάκυθος, ὁ (Α)
1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.)
2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος
τίτλος έργου τού Πλάτωνος τού Κωμικού ή τού Αρισταγόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον Αριστοφάνη πλάστηκε για να χαρακτηρίσει κωμικό πρόσωπο (πρβλ. βλιτομάμμας, συκομάμμας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαμμάκυθος — Μαμμά̱κυθος , Μαμμάκυθος blockhead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα… …   Dictionary of Greek

  • Μαμμακύθου — Μαμμᾱκύθου , Μαμμάκυθος blockhead masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαμμακύθῳ — Μαμμᾱκύθῳ , Μαμμάκυθος blockhead masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαμμάκυθοι — Μαμμά̱κυθοι , Μαμμάκυθος blockhead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαμμάκυθον — Μαμμά̱κυθον , Μαμμάκυθος blockhead masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”